Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Ηθικό και Νόμιμο


Όπως υπάρχουν νόμοι που είναι αδιάφοροι ως προς την ηθική (πχ. το να οδηγούμε δεξιά), έτσι υπάρχουν και ηθικοί κανόνες που δεν μπορούν να γίνουν νόμοι (πχ η φιλευσπλαχνία). Αν, φερ’ ειπείν, η αρετή γινόταν νόμος θα ξέπεφτε σε κανονιστική διάταξη και θα καταντούσε τυραννία. Ηθική και Δίκαιο δεν ταυτίζονται. Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι όποιος είναι νόμιμος είναι αναγκαστικά και ηθικός διότι οι νόμοι, γενικά, δεν εξαντλούν, δεν περιλαμβάνουν και δεν προκύπτουν από τις ηθικές επιταγές. Άλλωστε υπάρχουν νόμοι που είναι άδικοι και τους πολεμάμε ή ψηφίζουμε πολιτικούς διότι επαγγέλλονται την αλλαγή τους. Οι ηθικές επιταγές, από την άλλη, δεν μπορούν να κωδικοποιηθούν και έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, την στιγμή που το δίκαιο οφείλει να είναι αντικειμενικό και να έχει κριτήριο το γενικό συμφέρον. Η Ηθική δεν έχει ενιαίους κανόνες για όλους, αλλάζει με τον καιρό και διαφέρει από την μια κοινωνική ομάδα στην άλλη ή από τόπο σε τόπο. Η προηγούμενη γενιά για παράδειγμα, επεδίωκε την πολιτική ελευθερία, ενώ η παρούσα την ατομική ευημερία, επομένως η κάθε γενιά διαμορφώνει εκείνα τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ηθική και τα ενδιαφέροντά της. Από την άλλη μεριά, μια νομοθετική πολιτική μπορεί να εγείρει αντιδιαμετρικές προσεγγίσεις στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα, η ελευθερία της πορνογραφίας μπορεί για τις φεμινίστριες να συνιστά καταπίεση, ενώ για έναν φιλελεύθερο να αποτελεί καταπίεση η κατάργησή της.


Τα σημερινά κράτη είναι κράτη δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι, θεωρητικά, οι νόμοι εφαρμόζονται από όλους και ισχύουν για όλους. Δυστυχώς, όμως, μερικοί νόμοι δεν εφαρμόζονται. Στην πατρίδα μας για παράδειγμα, υπάρχουν 43.000 αυθαίρετα κτίσματα τα οποία κανείς δεν ρίχνει ενώ εκδόθηκε γι’ αυτά πρωτόκολλο τελεσίδικης κατεδάφισης. Το ίδιο συμβαίνει με την φοροδιαφυγή, που ενώ απαγορεύεται, είναι «εθνικό σπορ». Βλέπουμε, δηλαδή ότι στο πεδίο της πολιτικής, εκεί που ισχύει η μακιαβελική ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», υπάρχει μια διαβάθμιση στην νομιμότητα, η οποία ξεκινά από το «απολύτως νόμιμο», πάει στο «νομιμοφανές», περνά από την γειτονιά του «ημι-νόμιμου» και περιλαμβάνει οριακά ακόμα και το «ανεκτά παράνομο», αφήνοντας πολλά περιθώρια για ερμηνείες και εγείροντας δικαιολογημένα ερωτηματικά για το αν τελικά ζούμε σε ένα κράτος δικαίου ή σε ένα κράτος «ανεκτού αδίκου».


Αν η έννοια της νομιμοφροσύνης είναι «λάστιχο», ανακύπτει το ερώτημα αν υπάρχει όριο στο τέντωμα της. Σαφώς υπάρχει μια ρητή παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη: η αισθητική. Χωρίς αυτήν όλα οδηγούνται σε αδιέξοδο. Μερικοί εντοπίζουν εδώ την διαφορά μεταξύ των εννοιών του «δικαιούμαι» και του «μπορώ». Όλοι δικαιούνται, πχ να φτιάξουν μια δική τους εταιρία offshore, αλλά πόσοι το μπορούν στην πραγματικότητα;

«Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗ»


Είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα που έχουν γραφτεί ποτέ. Περιέχεται στους «Αδελφούς Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκι. Το παραθέτω σε περίληψη, με την παραίνεση να διαβαστεί απ’ το πρωτότυπο.



«Δεκαπέντε αιώνες μετά την υπόσχεση του, ο Ιησούς αποφάσισε να ξαναγυρίσει στη γη και διάλεξε να κατέβει στη Σεβίλλη την εποχή της Ιεράς Εξέτασης. Εμφανίστηκε λοιπόν μπροστά στο βασιλιά, τους αυλικούς και τους ιερείς την ώρα που ο Μέγας Ιεροεξεταστής οδηγούσε στην πυρά εκατό αιρετικούς «για την δόξα του Κυρίου».

Ο λαός αμέσως τον αναγνώρισε κι ένας τυφλός γέρος φώναξε: «Κύριε θεράπευσέ με». Το θαύμα έγινε στη στιγμή και τα παιδιά έριχναν λουλούδια στο πέρασμά του φωνάζοντας «Ωσαννά». Ξαφνικά έφεραν ένα λευκό φέρετρο, με την εφτάχρονη κόρη ενός προύχοντα. Η μητέρα παρακάλεσε γονατιστή: «Αν είσαι Εσύ, ανάστησε το παιδί μου!» Εκείνος πρόφερε για μια ακόμη φορά τις λέξεις: «Ταλιθά κούμμι», και η κόρη σηκώθηκε. Ολοι έκλαψαν με συγκίνηση. Τότε πλησίασε ο Μέγας Ιεροεξεταστής. Ήταν γέρος, ψηλός, με στεγνό πρόσωπο και μάτια χωμένα στις κόγχες. Έδειξε τον Ιησού και είπε στους φρουρούς να τον συλλάβουν. Ήταν τόση η δύναμή του και ο λαός τόσο συνηθισμένος να υπακούει, που οι φρουροί τρέμοντας τον έπιασαν και τον έκλεισαν σ' ένα υπόγειο κελί. Την ίδια νύχτα η σιδερένια πόρτα του κελιού άνοιξε, και φάνηκε πάλι ο Μέγας Ιεροεξεταστής κρατώντας δαυλό. Σταμάτησε στο σκαλοπάτι, παρατήρησε τον Ιησού, πλησίασε, ακούμπησε τη δάδα στο τραπέζι και είπε: «Είσαι Εσύ;» Μην παίρνοντας απάντηση πρόσθεσε: «Το ξέρω, είσαι εσύ! Γιατί ήρθες να μας αναστατώσεις; Αύριο θα σε καταδικάσω να καείς στην πυρά, όπως ο χειρότερος των αμαρτωλών, κι ο ίδιος λαός που σου φιλούσε τα πόδια θα βάλει φωτιά στα ξύλα.»

Ο κρατούμενος Ιησούς δε μίλησε παρά τον κοίταζε.

«Μπορείς να μας αποκαλύψεις κάτι από τα μυστικά του κόσμου απ' όπου έρχεσαι;» ρώτησε ο γέρος, κι απάντησε ο ίδιος : «Όχι, δεν μπορείς γιατί ότι κι αν έλεγες θα’ ρχόταν να προστεθεί σε όσα ήδη έχεις πει και έτσι θ' αφαιρούσες απ' τους ανθρώπους την ελευθερία που τόσο υπερασπίσθηκες. Όλες οι νεώτερες αποκαλύψεις θα έβλαπταν την ελευθερία της πίστης, γιατί θα εμφανίζονταν σαν οφειλόμενες σε θαύμα, όμως, εσύ πριν από δεκαπέντε αιώνες έβαζες πάνω απ' όλα την ελευθερία. Δεν είπες τάχα τόσες φορές : «Θέλω να σας κάνω ελεύθερους!» Ε, λοιπόν! Τους είδες τους «ελεύθερους» ανθρώπους - πρόσθεσε ο γέρος σαρκαστικά. Μας στοίχισε πολύ ακριβά μα επιτέλους τελειώσαμε τούτο το έργο στ' όνομά σου. Μας χρειάσθηκαν τόσοι αιώνες σκληρής δουλειάς, για να εγκαθιδρύσουμε την ελευθερία μα τώρα πια έγινε. Δεν το πιστεύεις; Με κοιτάζεις με τρυφερότητα, χωρίς ούτε να καταδεχτείς ν' αγανακτήσεις. Αυτή είναι η ελευθερία που ονειρεύτηκες.

Φυσικά οι άνθρωποι επαναστάτησαν αλλά ποτέ οι επαναστατημένοι δεν ευτυχούν. Καλά που φεύγοντας μας παραχώρησες επίσημα το δικαίωμα να λύνουμε και να δένουμε Τώρα, δεν πιστεύω να σκέφτηκες να μας το αφαιρέσεις; Γιατί λοιπόν ήρθες να μας αναστατώσεις;

Το Πνεύμα σου μίλησε στην έρημο. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο διεισδυτικό από τα τρία ερωτήματα-πειρασμούς που απέκρουσες; Αυτά τα ερωτήματα περικλείνουν και προλέγουν όλη την κατοπινή ιστορία της ανθρωπότητας. Τότε δεν μπορούσαμε να το αντιληφθούμε μα τώρα βλέπουμε πως όλα είχαν προβλεφθεί σ' αυτά τα ερωτήματα και έγιναν έτσι που να’ ναι αδύνατο να προσθέσεις ή ν' αφαιρέσεις έστω και μια λέξη.

Θυμήσου το πρώτο ερώτημα: "θες να πας στον κόσμο μ' άδεια χέρια και να κηρύξεις την ελευθερία που θα τους κάνει ανόητους και που η αχαριστία τους εμποδίζει να καταλάβουν, μια ελευθερία που την φοβούνται, γιατί δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ! Βλέπεις αυτές τις πέτρες στην έρημο; Κάνε τις ψωμιά κι ο κόσμος θα πέσει στα πόδια σου σαν κοπάδι πειθαρχημένο, μην και χάσουν την προστασία σου και πάψουν να τρέφονται."

Μα εσύ αρνήθηκες, γιατί δήθεν η ελευθερία ήταν ασυμβίβαστη με την υποταγή που αγοράζεται με ψωμιά. Είπες πως ο άνθρωπος δεν ζει «μόνο με άρτο», μα ξέρεις ότι στ' όνομα του γήινου άρτου, το πνεύμα της Γης θα εξεγερθεί εναντίον σου και θα σε νικήσει, γιατί το ακολουθούν όλοι. Αιώνες θα περάσουν κι η ανθρωπότητα θα διακηρύσσει ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα και επομένως ούτε αμαρτήματα. Ότι δεν υπάρχουν παρά πεινασμένοι. Θρέψε τους πρώτα κι ύστερα ν' απαιτείς να’ ναι ενάρετοι. Να τι θα γράψουν στο λάβαρο της επανάστασής τους, που θα επιτεθεί στο ναό σου. Στη θέση του θα υψωθεί ένας νέος πύργος της Βαβέλ, που θα παραμείνει ατέλειωτος ξανά. Και θα έρθουν πάλι σε μας αφού θα’ χουν κοπιάσει για χρόνια να χτίσουν τον πύργο τους! Θα μας αναζητήσουν όπως άλλοτε, μέσα στις κατακόμβες όπου θα’ μαστε κρυμμένοι, εγώ και οι όμοιοί μου, και θα κραυγάσουν: «Δώστε μας να φάμε γιατί αυτοί που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ' ουρανού δε μας την έδωσαν». Τότε θ' αποτελειώσουμε εμείς τον πύργο τους, δε χρειάζεται για κάτι τέτοιο παρά λίγη τροφή, και θα τους θρέψουμε, υποτίθεται στ' όνομά σου ή τουλάχιστο θα τους κάνουμε να το πιστέψουν. Χωρίς εμάς θα’ ναι για πάντα πεινασμένοι. Καμιά γνώση δε θα τους θρέψει, όσο θα μένουν ελεύθεροι αλλά θα καταλήξουν να καταθέσουν στα πόδια μας την ελευθερία τους, λέγοντας: «Κάνετέ μας δούλους, μα δώστε μας να φάμε». Θα καταλάβουν επιτέλους πως η ελευθερία δεν πάει παρέα με το ψωμί, γιατί ποτέ δε θα μπορέσουν να το μοιράσουν μεταξύ τους! Τους υποσχέθηκες τον ουράνιο άρτο αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με τον επίγειο, στα μάτια της αχάριστης ανθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες θα σε ακολουθήσουν εξαιτίας αυτού του ψωμιού, μα τι θα γίνουν τα εκατομμύρια που δεν έχουνε το θάρρος να προτιμήσουν τον άρτο τ' ουρανού απ' αυτόν της γης; Δεν θα’ φτανες στο σημείο να διαλέξεις τους μεγάλους και τους δυνατούς, που μπρος τους το αναρίθμητο πλήθος, που είναι αδύναμο μα που σ' αγαπά, θα χρησίμευε σαν εκμεταλλεύσιμο υλικό; Μας είναι το ίδιο αγαπητά και τ' αδύναμα πλάσματα. Παρόλο που είναι ξεστρατισμένοι κι επαναστατημένοι θα γίνουν πειθαρχικοί τελικά. Θα ξαφνιαστούν και θα μας πιστέψουν για θεούς μια που καταδεχτήκαμε να μπούμε επικεφαλής τους και θα τα καταφέρουμε έτσι που στο τέλος θ' αρχίσουν πραγματικά να φοβούνται να’ ναι ελεύθεροι. Αλλά εμείς θα τους λέμε πως βασιλεύουμε στ' όνομά σου. Θα τους ξεγελάσουμε πάλι, αλλά δεν πρόκειται να σ' αφήσουμε να τους ξαναπλησιάσεις.

Γιατί αν δεχόσουν να κάνεις το θαύμα των ψωμιών θα’ χες καθησυχάσει την ανθρώπινη αγωνία. Γιατί δεν υπάρχει για τον ελεύθερο άνθρωπο έγνοια πιο αγωνιώδης απ' την αναζήτηση ενός πλάσματος για να το προσκυνά. Οι άνθρωποι βασανίζονται αποζητώντας μια λατρεία. Αυτή η ανάγκη για λατρεία, είναι το ουσιαστικότερο βασανιστήριο της ανθρωπότητας, από την αρχαία εποχή. Να γιατί αλληλοεξοντώνονται. Έφτιαχναν από παλιά θεούς και τους έβαζαν να τσακώνονται. Κι έτσι θα γίνεται ως το τέλος του κόσμου, ακόμη κι όταν οι θεοί θα’ χουν εξαφανιστεί. Δεν αγνοούσες αυτό το μυστικό της ανθρώπινης φύσης, κι ωστόσο απόδιωξες το λάβαρο που σου προσφέρθηκε, το λάβαρο του γήινου ψωμιού. Αλλά για να διαθέσεις την ελευθερία των ανθρώπων, πρέπει να τους δόσεις ανάπαυση συνείδησης. Το ψωμί θα σου εξασφάλιζε την επιτυχία. Ο άνθρωπος υποκύπτει μπροστά σ' αυτόν που του δίνει ψωμί, γιατί πρόκειται για κάτι χειροπιαστό, μα όταν κάποιος άλλος πάει να γίνει κύριος της ανθρώπινης συνείδησης, θα παρατήσει ακόμη και τον άρτο σου, για να προσφέρει ότι κατακτά με την ανθρώπινη συνείδηση. Πάνω σ' αυτό είχες δίκιο, γιατί το μυστικό της ύπαρξης συνίσταται όχι μόνο στο να ζήσει, μα και στο να’ βρει ένα κίνητρο για τη ζωή. Χωρίς σκοπό, ο άνθρωπος προτιμά να τ' αρνηθεί όλα, έστω κι αν έχει όσο ψωμί θέλει γύρω του -θα προτιμήσει να καταστραφεί, παρά να μείνει στη γη. Ανόητε! Αντί να πάρεις στα χέρια σου την ανθρώπινη ελευθερία θέλησες να την εξαπλώσεις; Ξέχασες ότι ο άνθρωπος προτιμά την ησυχία του κι ακόμη το θάνατο, απ' την ελευθερία να ξεχωρίζει το Καλό απ' το Κακό; Δεν υπάρχει τίποτα πιο γοητευτικό για τον άνθρωπο απ' το να τον αφήνεις ασύδοτο, μα και τίποτα πιο επίπονο. Κι αντί για αρχές που θα’ χαν καθησυχάσει την συνείδηση, μίλησες με αινίγματα, κι ενέργησες σα να μην αγαπούσες την ανθρωπότητα, εσύ, που ήρθες να δώσεις τη ζωή σου για χάρη των ανθρώπων! Μεγάλωσες την ανθρώπινη ελευθερία αντί να την περιορίσεις, κι επέβαλες για πάντα στο άτομο τα βασανιστήρια αυτής της ελευθερίας. Θέλησες να σ' αγαπούν ελεύθερα και να σ' ακολουθήσουν εθελοντικά. Μα δεν πρόβλεψες ότι στο τέλος θα σε απωθούσε έχοντας κουραστεί από το φορτίο της ελεύθερης επιλογής. Εσύ προετοίμασες την καταστροφή της βασιλείας σου. Μην κατηγορείς κανένα γι' αυτό.

Υπάρχουν τρεις δυνάμεις, οι μόνες που μπορούν να υποδουλώσουν για πάντα τη συνείδηση των επαναστατημένων: το θαύμα, το μυστήριο και η αυταρχικότητα! Τ' απώθησες και τα τρία, δίνοντας ένα παράδειγμα. Το τρομερό και βαθύ Πνεύμα, σε πήγε στην στέγη του Ναού και σου είπε: «Θες να ξέρεις αν είσαι γιος του Θεού; Πέσε από εδώ, γιατί είναι γραμμένο ότι οι άγγελοι θα σε πιάσουν και δε θα τραυματιστείς, και τότε θα ξέρεις αν είσαι γιος του Θεού, και θ' αποδείξεις έτσι την πίστη στον Πατέρα σου». Μα απόδιωξες και τούτη την πρόταση, δεν όρμησες να πέσεις κάτω. Ήξερες πως η σταθερότητά σου θα επιζούσε διαχρονικά, κι νόμιζες πως ακολουθώντας το παράδειγμά σου, ο άνθρωπος θα περιοριζόταν στο Θεό χωρίς να προσφεύγει στο θαύμα. Μα αγνοούσες ότι ο άνθρωπος απωθεί το Θεό, γιατί είναι το θαύμα που αποζητά. Καί καθώς δεν ξέρει πως να το κάνει, υποκλίνεται στα θαύματα κάποιου μάγου.

Δεν κατέβηκες από το σταυρό όταν σου φώναζαν: «Κατέβα από το σταυρό και θα σε πιστέψουμε». Δεν το έκανες, γιατί σου χρειαζόταν μια ελεύθερη αγάπη, κι όχι η δουλική του τρομοκρατημένου σκλάβου. Και εδώ η ιδέα που είχες για τον άνθρωπο ήταν ανώτερη, γιατί οι άνθρωποι είναι σκλάβοι, έστω κι αν επαναστατούν. Δες μονάχος σου και κρίνε, τι έγινε ύστερ' από δεκαπέντε αιώνες. Ποιός κατάφερε να σε φτάσει; Σου το καταγγέλλω: ο άνθρωπος είναι πιο αδύναμος και πιο χυδαίος, απ' όσο πίστεψες ποτέ. Πως νόμισες ότι είναι δυνατό ποτέ να ολοκληρωθεί ένας άνθρωπος όπως εσύ; Η μεγάλη εκτίμηση που έτρεφες για τον άνθρωπο, αδίκησε τον οίκτο που έπρεπε να νιώσεις γι αυτόν. Ζήτησες πολλά απ' τους ανθρώπους! Αν τους εκτιμούσες λιγότερο, θα τους είχες επιβάλει ένα ελαφρότερο φορτίο, που να αναλογεί περισσότερο στην αγάπη σου. Ο άνθρωπος είναι κουρασμένος κι αδύναμος. Τι σημασία έχει τώρα αν επαναστατούν ενάντια στην εξουσία μας, κι αν είναι περήφανοι γι' αυτή την εξέγερση; Είναι κάτι ανάλογο με την αλαζονεία νεαρών σπουδαστών που στασίασαν κι έδιωξαν το δάσκαλό τους, αλλά θα τους έρθει άλλος. Έτσι κι οι ρέμπελοι, θα γκρεμίσουν δήθεν τους ναούς και θα πλημμυρίσουν τη γη στο αίμα αλλά τελικά θα καταλάβουν πως δεν είναι παρά ανίκανοι κι αδύναμοι.

Η αγωνία κι η δυστυχία είναι το μοιράδι των ανθρώπων, ύστερ' από τα μαρτύρια που δοκίμασες για να τους απελευθερώσεις! Ο προφήτης σου είπε ότι είδε όλους όσοι παίρνουν μέρος στην ανάσταση και τους αριθμεί σε 12000 απ' την κάθε φυλή. Οι υπόλοιποι όμως; Είναι από λάθος των άλλων, των αδύναμων, αν δεν μπόρεσαν να υποφέρουν τα μαρτύρια των δυνατών; Δεν ήρθες στ' αλήθεια για τους εκλεκτούς; Τότε, αυτό είναι ένα μαρτύριο, ακατανόητο για μας, και θα ‘χαμε το δικαίωμα να τους διδάξουμε πως δεν πρόκειται για καμιά ελεύθερη απόφαση μέσ' από την καρδιά, ούτε για την αγάπη, αλλά για ένα μυστήριο όπου οφείλουν να υποταχτούν τυφλά, ακόμη και ενάντια στη θέληση ή στην συνείδησή τους. Αυτό κάναμε κι εμείς. Διορθώσαμε το έργο σου στηρίζοντάς το πάνω στο "θαύμα, στο "μυστήριο" και στην "κυριαρχία". Κι οι άνθρωποι χαίρονται να ξαναγεννηθούν σαν ένα κοπάδι και ν' απαλλαγούν απ' αυτό το μοιραίο δώρο που τους έφερνε βάσανα.

Δε βλέπεις ότι αγαπάμε την ανθρωπότητα, καταλαβαίνουμε τις αδυναμίες της, ξαλαφρώνουμε το φορτίο της και ανεχόμαστε την αμαρτία, φτάνει να γίνεται με την άδειά μας; Γιατί λοιπόν να’ ρθεις και να εμποδίσεις το έργο μας; Γιατί κάθεσαι έτσι σιωπηλός και με κοιτάζεις με διαπεραστικό βλέμμα; Εξαφανίσου καλύτερα, δεν τη θέλω την αγάπη σου, γιατί ούτε κι εγώ σ' αγαπώ. Ξέρω σε ποιόν μιλώ και ξέρεις όσα έχω να σου πω, το βλέπω στα μάτια σου. Τάχα είναι στο χέρι μου να σου κρύψω το μυστικό μας; Δεν είμαστε μαζί σου αλλά μ' εκείνον που πέρασε από τη γη. Είν' ακριβώς οχτώ αιώνες που πήραμε απ' αυτόν το δώρο που εσύ απόδιωξες όταν σου έδειχνε όλα τα βασίλεια πάνω στη γη, δεχτήκαμε τη Ρώμη και το σπαθί του Καίσαρα, κι ανακηρυχτήκαμε οι μοναδικοί βασιλιάδες της γης, παρόλο που ως τώρα δεν είχαμε τον καιρό ν' αποτελειώσουμε το έργο μας. Αλλά ποιανού είναι το λάθος; Η υπόθεση αυτή θέλει πολύν καιρό για να τελειώσει ακόμη, κι η γη θα χρειαστεί πολλά να υποφέρει ως τότε, αλλά εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας, θα γίνουμε Καίσαρες και τότε θα συλλογιστούμε και την παγκόσμια ευτυχία.

Ωστόσο, θα μπορούσες τότε να’ χες πάρει το σπαθί του Καίσαρα. Γιατί τ' απόδιωξες; Ακολουθώντας εκείνη την τελευταία συμβουλή του παντοδύναμου Πνεύματος, θα μπορούσες να πραγματοποιήσεις το κάθε τι που ζητούν οι άνθρωποι πάνω στη γη: να γίνεις ένας αφέντης που μπρός του να προσκυνούν και το μέσο που θα τους ανάγκαζε να ενωθούν μονοιασμένοι σε μια κοινότητα μυρμηγκιών. Γιατί η ανάγκη για παγκόσμια ένωση είναι το τρίτο και τελευταίο βασανιστήριο της ανθρώπινης φυλής. Η ανθρωπότητα είχε πάντα την τάση να οργανωθεί σε μια παγκόσμια βάση. Υπάρχουν μεγάλοι λαοί μέσα στην Ιστορία μα στο μέτρο που ανυψώθηκαν υπόφεραν πιότερο, δοκιμάζοντας πιο ισχυρά απ' τους άλλους την ανάγκη για παγκόσμια ένωση. Οι μεγάλοι κατακτητές, οι Ταμερλάνοι κι οι Τζέγκις Χαν, που πέρασαν πάνω απ' τη γη σαν την καταιγίδα, ενσάρκωσαν τούτη την τάση των λαών για ενότητα. Αν είχες δεχτεί την πορφύρα του Καίσαρα, θα μπορούσες να φτιάξεις τις βάσεις για μια παγκόσμια αυτοκρατορία και να φέρεις την ειρήνη στον κόσμο. Γιατί ποιός άλλος είναι προορισμένος να κυβερνήσει τους ανθρώπους παρά όποιος κυβερνά τη συνείδησή τους κι ακούει τον πόνο τους; Εμείς πήραμε το σκήπτρο του Καίσαρα, και έτσι σ' εγκαταλείψαμε για ν' ακολουθήσουμε Εκείνον. Ω, θ' ακολουθήσουν ακόμη αιώνες πνευματικής λογοκρισίας, μάταιης γνώσης κι ανθρωποφαγίας, γιατί μόνο έτσι θα προσπαθήσουν, αφού πρώτα οικοδομήσουν τον Πύργο της Βαβέλ τους, χωρίς εμάς, να φτάσουν σ' εμάς. Αλλά τότε το ζώο θα ρθει σ' εμάς γονατιστό. Κι εμείς θα σκαρφαλώσουμε πάνω του και θα υψώσουμε τό κύπελλο που πάνω του θα γράφει την λέξη "Μυστήριο". Τότε μόνο η γαλήνη κι η ευτυχία θα βασιλέψουν στους ανθρώπους. Είσαι περήφανος για τους εκλεκτούς σου, αλλά δεν πρόκειται παρά για λίγους διαλεχτούς. Ενώ εμείς θα τους κάνουμε όλους ευτυχισμένους και οι επαναστάσεις για την ελευθερία θα σταματήσουν. Ω, θα τους πείσουμε ότι δε θα’ ναι πραγματικά ελεύθεροι παρά μόνο αν παραιτηθούν απ' την ελευθερία για χάρη μας. Θα πεισθούν κι αυτοί οι ίδιοι ότι λέμε αλήθεια, γιατί θα θυμηθούν σε ποιά σκλαβιά τους είχε βυθίσει η δική σου ελευθερία. Χωρίς αμφιβολία, όταν θα πάρουν από μας το ψωμί, θα δουν ότι τους παίρνουμε το δικό τους, που το κέρδισαν με τον κόπο τους, για να τους το ξαναμοιράσουμε δίχως θαύματα, θα δουν ότι δε μεταλλάξαμε τις πέτρες σε ψωμιά, αλλ' αυτό που θα τους ευχαριστήσει περισσότερο κι απ' το ψωμί το ίδιο, είναι το γεγονός ότι θα το παίρνουν από τα χέρια μας ! Γιατί θα θυμηθούν ότι παλιότερα, ακόμη και το ίδιο το ψωμί, ο καρπός της δουλειάς τους, μετάλλαζε σε πέτρα μέσα στα χέρια τους, ενώ όταν ξαναγυρίσουν κοντά μας, οι πέτρες θα μοιάζουν με ψωμί. Θα καταλάβουν την αξία της οριστικής υποταγής. Όσο οι άνθρωποι δε θα μπορούν να τα καταλαβαίνουν όλ' αυτά, θα’ ναι δυστυχισμένοι. Ποιός έχει βάλει το χέρι του περισσότερο απ' όλους για να δημιουργηθεί τούτη η ακατανοησία; Πες μου! Ποιός μοίρασε το κοπάδι και το σκόρπισε σ' άγνωστους δρόμους; Μα το κοπάδι θα ξαναβρεί την υπακοή μια για πάντα. Τότε θα τους προσφέρουμε μια ταπεινή ευτυχία, προσαρμοσμένη στα μέτρα των αδύναμων. Θα τους πείσουμε να μην περηφανεύονται, που εσύ, ανυψώνοντάς τους, τους το δίδαξες κι αυτό. Εμείς θα τους αποδείξουμε ότι είναι ταπεινοί κι άχρηστοι, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι πιο προσιτή. Θα γίνουν ντροπαλοί, δε θα θέλουν να μας χάσουν απ' τα μάτια τους, και θα σφίγγονται πάνω μας με τρόμο σαν τα τρυφερά κλωσσοπούλια κάτω απ' τα φτερά της κότας. Θα δοκιμάζουν μιαν φοβική κατάπληξη, και θα’ ναι περήφανοι γι αυτή την ενεργητικότητα και την εξυπνάδα, που εμείς θα τους επιτρέπουμε να παρουσιάζουν. Η οργή μας θα τους κάνει να τρέμουν και η ντροπή θα τους πλημμυρίζει τα μάτια. Μα, σ' ένα νεύμα μας, θα περνούν το ίδιο εύκολα στη χαρά και στο γέλιο, σαν ξένοιαστα παιδιά. Βέβαια, θα τους υποχρεώνουμε να δουλεύουν, μα τις ώρες της σχόλης τους, θα οργανώσουμε τη ζωή τους έτσι που να μοιάζει σαν παιχνίδι, με τραγούδια, με χορωδίες, μ' αθώους χορούς. Ω, ναι! Θα τους επιτρέπουμε ακόμη και ν' αμαρτάνουν, γιατί είν' αδύναμοι, κι εξαιτίας αυτού είναι που θα μας αγαπούν σαν παιδιά. Θα τους πούμε πως το κάθε αμάρτημα θα εξαγοράζεται, αν έγινε με την άδειά μας. Από αγάπη είναι που θα τους επιτρέπουμε ν' αμαρτάνουν, και θα παίρνουμε τη θλίψη και το βάρος πάνω μας. Θα μας ευλογούν σαν ευεργέτες που φορτωνόμαστε τα αμαρτήματά τους, ενώπιον του Θεού. Δε θα’ χουν πια μυστικά από μας. Ανάλογα με το βαθμό της υπακοής τους, θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζουν με τις γυναίκες τους, ή με τις ερωμένες τους, να’ χουν παιδιά ή να μη έχουν, κι αυτοί θα μας ακούνε με χαρά. Θα μας παραδίνουν τα πιο πολύτιμα μυστικά της συνείδησής τους, θα λύνουμε όλα τα προβλήματά τους, και θα δέχονται την απόφασή μας με ξενοιασιά, γιατί θα τους βγάζει απ' τη μεγάλη έγνοια να διαλέξουν από μόνοι τους ελεύθερα. Κι όλοι τους θα’ ναι ευτυχισμένοι, εκατομμύρια πλάσματα, έξω από καμιά εκατοστή χιλιάδες, τους διευθυντές τους, έξω από μας, που θα ξέρουμε τα μυστικά τους.

«Οι ευτυχισμένοι θ' αριθμούνται κατά δεκάδες χιλιάδες, κατά μυριάδες και δε θα υπάρχουν παρά εκατό χιλιάδες μάρτυρες, που θα ξέρουν την καταραμένη διάκριση ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό. Θα πεθάνουν ειρηνικά, θα σβήσουν γλυκά στ' όνομά σου, και στο υπερπέραν δε θα βρουν παρά το θάνατο. Θα φυλάξουμε όμως το μυστικό. Θα τους νανουρίσουμε με μιαν αιώνια ανταμοιβή στον ουρανό. Γιατί δεν υπάρχει άλλη ζωή, κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι καμωμένο για πλάσματα σαν κι αυτά. Προφητεύουν ότι θα ξαναγυρίσεις για να νικήσεις πάλι, περιτριγυρισμένος από τους εκλεκτούς σου. Θα σηκωθώ τότε και θα δείξω τις μυριάδες τους ευτυχισμένους, που δε γνώρισαν το αμάρτημα λέγοντας: «Δε σε φοβόμαστε καθόλου. Κι εμείς βρεθήκαμε στην έρημο, ζήσαμε μ' ακρίδες και μέλι. Κι εμείς ευλογήσαμε την ελευθερία που παραχώρησες στους ανθρώπους, κι ετοιμαστήκαμε να’ μαστε ανάμεσα στους εκλεκτούς σου, στους ισχυρούς και στους περήφανους, "για να συμπληρώσουμε τον αριθμό". Αλλά συνήλθαμε και δε θελήσαμε να υπηρετήσουμε μια παράλογη ιδέα. Ξαναγυρίζουμε για να ενωθούμε μ' αυτούς που διόρθωσαν το λάθος σου. Εγκαταλείψαμε τους περήφανους και γυρίσαμε κοντά στους ταπεινούς, για να φτιάξουμε την ευτυχία τους". Στο ξαναλέω, αύριο, σ' ένα νόημά μου, όλο αυτό το πειθαρχημένο κοπάδι θα φέρει αναμμένα κάρβουνα για την πυρά, όπου θα σ' ανεβάσουμε για να μην εμποδίσεις το έργο μας. Γιατί αν κάποιος αξίζει πιότερο απ' όλους να καεί, αυτός είσ' εσύ. Αύριο θα σε κάψω".

Ο ιεροεξεταστής σώπασε, για μια στιγμή περιμένοντας την απάντηση του Κρατούμενου. Η σιωπή του, τον βαραίνει. Ο Κρατούμενος τον άκουγε όλη την ώρα έχοντας καρφωμένη πάνω του τη διαπεραστική κι ήρεμη ματιά του, φανερά αποφασισμένος να μην απαντήσει. Ο γέρος θα’ θελε να έλεγε κι άλλα, έστω κι αν ήταν λόγια πικρά και σκληρά. Ξαφνικά ο Κρατούμενος πλησίασε ήρεμα και σιωπηλός αγκάλιασε τον γέρο-ιεροεξεταστή και του φίλησε τ' άχρωμα χείλια. Αυτή ήταν όλη κι όλη η απάντησή του. Ο γέρος τινάχθηκε, πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και είπε : "Φύγε και να μην ξαναγυρίσεις ποτέ!" Και τον άφησε να φύγει στα σκοτάδια της πόλης.»